- τηλαυγώ
- -έω, Μ [τηλαυγής]λάμπω, ακτινοβολώ σε μεγάλη απόσταση, στέλνω μακριά τις ακτίνες μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλαύγημα — τὸ, Α 1. στιλπνό σημείο στο δέρμα, σύμπτωμα τής λέπρας («ἐὰν δὲ κατὰ χώραν μείνῃ τὸ τηλαύγημα καὶ μὴ διαχέηται, οὐλὴ τοῡ ἕλκους ἐστί», ΠΔ) 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τηλαύγημα, ἀρχὴ λέπρας ἐν τῇ τοῡ σώματος ἐπιφανείᾳ». [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής +… … Dictionary of Greek
τηλαύγησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ λαμπρότητα που έρχεται από μακριά, ακτινοβολία που εκπέμπεται μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλαυγής + κατάλ. ησις (< ρ. σε ῶ/ έω). Το ρ. τηλαυγῶ είναι μτγν.] … Dictionary of Greek